ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΜΕΛΟΥΡΓΟΙ (14ος-20ός αι.) / ATHONITE CHANT COMPOSERS (14th-20th c.)

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Ιωάννης Κουκουζέλης (1270-1341 περ.) / Ioannes Koukouzeles (1270-ca 1341)

Ιωάννης Κουκουζέλης 
(περ. 1280- το αργότερο 1341). 

Ψάλτης, συνθέτης, υμνογράφος και αναθεωρητής του βυζαντινού μέλους. Παραδοσιακά γνωστός ως «μαΐστωρ», η «δεύτερη πηγή της ελληνικής μουσικής» (η πρώτη θεωρείται ο Ιωάννης Δαμασκηνός, 8ος αιώνας), ήταν ένας από τους πιο επιφανείς βυζαντινούς μελουργούς κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Παλαιολόγων (1261–1453). Η Εκκλησία μάλιστα τον τίμησε ως άγιο, την 1η Οκτωβρίου μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, και η τιμία κάρα του αποθησαυρίζεται στη Μεγίστη Λαύρα. Η φήμη του καθόρισε και επηρέασε όλη τη μετέπειτα βυζαντινή μουσική, σε τέτοιο βαθμό ώστε το προσωνύμιο «Κουκουζέλης» να δοθεί σε εξέχουσες μορφές ψαλτών και μελουργών που διακρίθηκαν για την καλλιφωνία και τη μουσικότητά τους.

1. Βίος

Ο Κουκουζέλης έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282–1328) και του διαδόχου του, στα πρώιμα χρόνια της παλαιολόγειας εποχής, περίοδο των Ησυχαστών και της άνθησης των γραμμάτων και τεχνών. Τα στοιχεία σε χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής υποδηλώνουν ότι η μουσική του σταδιοδρομία είχε εδραιωθεί περίπου το 1300, και στα μέσα του 14ου αιώνα θεωρούνταν ο σημαντικότερος βυζαντινός συνθέτης. Με βάση τη μελέτη των χειρογράφων, την ωριμότητα των συνθέσεων και τον τρόπο που αποκαλείται σε αυτά, ο Γρ. Στάθης τοποθετεί τη γέννησή του στη δεκαετία του 1270.
Πολλά από όσα είναι γνωστά για τη ζωή του Κουκουζέλη περιέχονται σε μια σύντομη βιογραφία του, τα παλαιότερα σωζόμενα αντίγραφα του οποίου χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτό το κείμενο γεννήθηκε στο Δυρράχιο, αλλά μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη όταν ήταν ακόμη παιδί για να παρακολουθήσει το αυτοκρατορικό σχολείο ως προστατευόμενος του αυτοκράτορα. Η άποψη του βιογράφου ότι η μητέρα του φαίνεται να ήταν βουλγαρικής καταγωγής είναι επισφαλής καθότι στηρίζεται στο επιχείρημα ότι ο Κουκουζέλης έγραψε έναν Πολυέλεο, τιτλοφορούμενο Βουλγάρα, ενθυμούμενος μοιρολόι της μητέρας του στα βουλγάρικα (η χρήση εθνικών επιθέτων για χαρακτηρισμό μελών δεν ήταν κάτι πρωτότυπο: συναντάμε μέλη με την προσωνυμία περσικό, τατάρικο κ.ά.). Ωστόσο, νεότερες έρευνες, καταλήγουν ότι ο Κουκουζέλης δεν έγραψε πολυέλεο με την επωνυμία Βουλγάρα. Ο πολυέλεος που αργότερα έφερε το όνομά του βρίσκεται σε χειρόγραφα του 14ου, 15ου και 16ου αιώνα ως σύνθεση του Ιωάννη Γλυκή, ενώ, πολύ αργότερα, μετά ακόμα και από τη συγγραφή του Βίου του Κουκουζέλη, αποδόθηκε ο πολυέλεος αυτός, με την προσωνυμία Βουλγάρα, στον Κουκουζέλη. Επίσης και άλλοι μελουργοί, όπως οι Ιωάννης Κλαδάς, Αργυρόπουλος κ.ά. συνέθεσαν έργα με τίτλο Βουλγάρα. Εκτός αυτού όμως, συχνά θεωρείται ότι ο όρος δεν έφερε εθνική έννοια, αλλά σχετίζεται με τη λέξη vulgus, που σημαίνει ότι αφορά τον απλό λαό, ή το ευρύ κοινό.
Σχετικά με τον πατέρα του τίποτα δεν είναι γνωστό, αν και μερικά μουσικά χειρόγραφα αναφέρουν ότι το πραγματικό επώνυμο του Κουκουζέλη ήταν «Παπαδόπουλος», δηλαδή «γιος ιερέα». Ο βίος σημειώνει ότι το προσωνύμιο «Κουκουζέλης» δεν ήταν το αληθινό όνομα του συνθέτη, αλλά ότι του το έδωσαν οι συμμαθητές του στο αυτοκρατορικό σχολείο ως συνδυασμό των λέξεων «κουκιά» και «ζέλια» (λάχανα). Ωστόσο η ετυμολογία που μας παρέχει ο βίος επιδέχεται αμφισβήτηση, με τον καθηγητή Γρ. Θ. Στάθη να προτείνει προέλευση από το επώνυμο Κουκούτζι.

Ο Κουκουζέλης έγινε γνωστός στην αυτοκρατορική αυλή για την εξαιρετική φωνή του, αλλά στο απόγειο της φήμης του ως ψάλτης έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για να εισέλθει στη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Όρους. Αν και έψελνε στις ακολουθίες του καθολικού της μονής κατά τις Κυριακές και εορτές, ζούσε έξω από τα τείχη σε ένα μικρό κελλί, των Αρχαγγέλων, που είχε φτιάξει ο ίδιος. Η περιγραφή της περιόδου του βίου του Κουκουζέλη στο Άγιο Όρος υποδηλώνει ότι επηρεάστηκε από τον ησυχασμό. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι έφυγε ποτέ από το Άγιο Όρος (ούτως ή άλλως η κάρα του βρίσκεται και τιμάται στη Μεγίστη Λαύρα μέχρι τις μέρες μας).

Στον βίο του σημειώνεται ότι έφυγε από τα ανάκτορα κρυφά, γιατί ποθούσε να ακολουθήσει τον μοναχισμό και όταν παρουσιάστηκε στη Μεγίστη Λαύρα, έκρυψε την ιδιότητά του για να αποφύγει τον θαυμασμό και την τιμή. Εκεί έλαβε ως διακόνημα να ποιμαίνει τους τράγους της μονής, οι οποίοι, όταν έψαλλε, σταματούσαν να βοσκούν, γεγονός που το παρατήρησε ένας 
άλλος μοναχός και το αποκάλυψε στον ηγούμενο με αποτέλεσμα να φανερωθεί το ταλέντο του. Έτσι, τον καλούν να ψέλνει στη μονή, όπου και κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας του Ακαθίστου έψαλε τους κανόνες της Θεοτόκου με τέτοιον τρόπο που έλαβε και την 
επιδοκιμασία της Παναγίας, η οποία του εμφανίστηκε κατ᾽ όναρ, όταν για λίγο τον πήρε ο ύπνος, και του χάρισε ένα χρυσό νόμισμα. Εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού υπάρχει στη Λαύρα και παρεκκλήσιο επονομαζόμενο «Παναγία η Κουκουζέλισσα».

Μεγίστη Λαύρα, παρεκκλήσιο «Παναγία η Κουκουζέλισσα»


Ως έτος πέραν του οποίου δεν πρέπει να ζούσε ορίζεται το 1341, καθότι στο χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών ΕΒΕ 884 σημειώνεται στον κολοφώνα του «ἐξ ἀντιγράφου πάνυ διωρθωμένου ὄντως κἀκείνου τοῦ πάλαι Κουκουζέλη», όπου το «πάλαι» δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έζησε πολύ παλαιότερα από το έτος αυτό.

2. Έργα

Το έργο του Ιωάννη Κουκουζέλη, μεγάλο σε όγκο και σπουδαιότητα, έχει σημαδέψει την εξέλιξη της εκκλησιαστικής μουσικής, στη θεωρία και στην πράξη, σε όλα τα μετέπειτα κι ώς τα νεότερα χρόνια. Η παρουσία του στα χειρόγραφα, ιδίως στα παλαιότερα, είναι καθολική. Συστηματοποίησε παλαιότερες συλλογές με μέλη των ακολουθιών και διόρθωσε μέλη του Ειρμολογίου και Στιχηραρίου. Συνέθεσε μέλη για τις ακολουθίες του εκκλησιαστικού νυχθημέρου (Εσπερινού, Όρθρου και θείας Λειτουργίας), μέλη του Οικηματαρίου (δηλ. με κείμενο τους οίκους του Ακαθίστου Ύμνου), καλοφωνικές συνθέσεις στα στιχηρά ιδιόμελα και αναγραμματισμούς και αναποδισμούς από αυτά και του Κρατηματαρίου (δηλ. συνθέσεις με κείμενο άσημες συλλαβές π.χ. Τενενά, τορορόν, τεριρέμ κ.ά.).

Ειρμολόγιο, κώδ. RNB gr. 121, f. 1r (1302) • Αρχική προέλευση;
Μονή Αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους
Ο Oliver Strunk θεωρεί ότι ο Κουκουζέλης πολύ πιθανόν να αναθεώρησε το παραδοσιακό βυζαντινό Ειρμολόγιο και Στιχαράριο. Τα δύο παλαιότερα ειρμολόγια με αναφορές στο όνομά του, της Εθνικής Ρωσικής Βιβλιοθήκης Πετρούπολης κώδ. RNB gr.121 και του Σινά Sinaiticus gr.1256, αντιγράφηκαν το 1302 και το 1309 αντίστοιχα, και ένα Στιχηράριο που χρονολογείται από το 1341, της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών ΕΒΕ 884,  με τη σημείωση «ἐξ ἀντιγράφου πάνυ διωρθωμένου ὄντος κἀκείνου τοῦ πάλαι Κουκουζέλη». Η σύγκριση του παραδοσιακού Στιχηραρίου από τον Jørgen Raasted με την αναθεωρημένη εκδοχή του Κουκουζέλη έδειξε ότι οι αρχικές ασυμφωνίες μεταξύ μέλους και εκφοράς του κειμένου έχουν εξαλειφθεί. Ορισμένα μέλη του ρεπερτορίου έχουν μεταφερθεί σε υψηλότερες βάσεις και οι μεταβάσεις μεταξύ των μελωδικών γραμμών (θέσεων) αντιμετωπίζονται πιο ομοιόμορφα. Η γενική εντύπωση πάντως είναι ότι ο Κουκουζέλης έμεινε πιστός στην παλαιότερη παράδοση.

Έζησε σε μια εποχή που η μουσική έφτασε στο απόγειο της «Μεγάλης Τέχνης». Το ύφος έγινε μελισματικό και εκεί αναπτύχθηκε ένας νέος τρόπος σύνθεσης μέλους που ονομάζεται καλοφωνικό με μακροσκελείς συνθέσεις. Τα ποιητικά κείμενα αυτών των συνθέσεων ήταν γραμμένα είτε από τους ίδιους τους συνθέτες είτε από άλλους ποιητές. Οι επονομαζόμενοι αναγραμματισμοί είναι μακροσκελή τμήματα, στα οποία, αποσπάσματα από το ποιητικό κείμενο του αρχικού ύμνου έχουν επαναδιατυπωθεί με παρεμβολές νέων προτάσεων ή επαναλήψεις που συνδέονται με τις λέξεις λέγε και πάλι, ή ακόμα και με προσθήκη ενός εντελώς νέου ποιητικού κειμένου. Τότε εμφανίστηκαν και τα Κρατήματα, τα οποία αποτελούνταν από ελεύθερες συνθέσεις σε διάφορες συλλαβές που δεν έχουν νόημα, όπως  τεριρέμ, νενενά και άλλες.
 
Παπαδική, κώδ. ΕΒΕ 2458, f. 11r (1336)
Το 1336 μας παραδόθηκε η αρχαιότερη Παπαδική που έχει σαν τίτλο: «Ἀκολουθίαι συντεθειμέναι παρά τοῦ μαΐστορος κυροῦ Ἰωάννου τοῦ Κουκουζέλη, ἀπ᾽ ἀρχῆς τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ μέχρι καί τῆς συμπληρώσεως τῆς θείας Λειτουργίας» (κώδ. ΕΒΕ 2458). Αυτός ο κώδικας είναι ο δεύτερος που αναφέρει τον Κουκουζέλη ως μαΐστορα, ενώ ο πρώτος είναι του έτους 1332 σε Ειρμολόγιο του Σινά (Sinaiticus 1257).
Εξίσου ενδιαφέρον έχουν άλλοι δύο παλαιότεροι κώδικες, τους οποίους φαίνεται να υπογράφει ο ίδιος ο Κουκουζέλης. Πρόκειται για τον Sinaiticus 1256 έτους 1309 και τον κώδ. RNB gr.121 της Πετρούπολης, του έτους 1302, εξίσου προερχόμενος από το Σινά. Στον κώδ. Sinaiticus 1256 183r γράφει συγκεκριμένα: «τέλος, τέλος δόξα τῷ Θεῷ ἀμήν. † Χείρ Ἰωάννου Παπαδοπούλου τοῦ Κουκουζέλη». Την ίδια υπογραφή φέρει και ο άλλος κώδικας της Πετρούπολης. Από τον τρόπο που παρουσιάζει τα μέλη του, φαίνεται ότι ο Κουκουζέλης πρέπει να ήταν ήδη ώριμος στην ηλικία και τέλειος γνώστης της Ψαλτικής Τέχνης. Έτσι, λογικά, μπορεί να προσδιοριστεί η γέννησή του στη δεκαετία του 1270 περίπου.

Πέραν από μελουργός καταξιώθηκε στην ιστορία της ανατολικής μουσικής και ως μέγας διδάσκαλος. Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα θεωρητικά του έργα, με τα οποία κωδικοποίησε την ψαλτική τέχνη της εποχής του. Πρόκειται για το «Μέγα Ἴσον» μια μέθοδο των θέσεων, τη «μέθοδο της καλοφωνίας» για τη Μέθοδο κρατημάτων, τον Τροχό και το Δένδρο της Παραλλαγής («η Σοφωτάτη Παραλλαγή», δηλ. το σύστημα εναλλαγής των πενταχόρδων και της οκτωηχίας).

Ειδικότερα, το διδακτικό μέλος «Ἴσον, Ὀλίγον, Ὀξεία», γνωστό ως Τό Μέγα Ἴσον περιλαμβάνεται σε πολλά χειρόγραφα ακολουθιών, ως μέρος της Παπαδικής. Παρέχει μια μελωδική αποτύπωση του βυζαντινών νευμάτων και παραδοσιακών μουσικών τύπων (θέσεων) που αναπαριστώνται στη σημειογραφία και κατονομάζονται στο κείμενο. Το «Ἴσον, Ὀλίγον, Ὀξεία» βασίζεται σε ένα παρόμοιο έργο του Ιωάννη Γλυκύ, μεγαλύτερος σε ηλικία, σύγχρονος και διδάσκαλος του Κουκουζέλη. Ωστόσο η εκδοχή του Κουκουζέλη έτυχε μεγαλύτερης διάδοσης καθότι την εξέδωσε ο ίδιος στην Παπαδική και αυτήν ανέτγραψαν οι κωδικογράφοι και την κατέστησαν ευρύτερα γνωστή. Συχνά περιλαμβάνονται επίσης στις Παπαδικές και ένας τύπος διαγραμμάτων, που αποδίδονται στον Κουκουζέλη, και αναπαριστούν με εποπτικό τρόπο τις βυζαντινές κλίμακες και τρόπους. Τα σχήματα αυτά ονομάζονται «Τροχός» και απεικονίζουν τα πιο συχνά τετράχορδα που χρησιμοποιούνταν.

Τέλος αξιοσημείωτη είναι και η υμνογραφική του δημιουργία σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με περισσότερα από σαράντα ποιήματα (κατανυκτικά, θεοτοκία).

3. Εικονογραφία, βλ. εδώ.

4. Εργογραφία

Γεύασασθε και ίδετε..., Κοινωνικό στη θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, ήχος πλ. α´
5. Βιβλιογραφία
• Karastoyanov Bozhidar, Große Ison – Tò Μέγα „Ισον“ vom Ioannes Koukouzelis in der Redaktion des 19. Jahrhunderts. Wien, 2007
• Strunk O., «Melody Construction in Byzantine Chant», Congrès d’études byzantines XII: Ohrid 1961, 365–73 
Thibaut J. «Étude de musique byzantine: La notation de Koukouzélès», ИРАИК 6 (1900), p. 361-390. Sofia 1900
• Williams E.V., John Koukouzeles’ Reform of Byzantine Chanting for Great Vespers in the Fourteenth Century (diss., Yale U., 1968)