Ο μοναχός Γέρων Δοσίθεος Παρασκευαΐδης, γεννήθηκε στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας το έτος 1912. Πέντε ετών έμεινε τυφλός από μηνιγγίτιδα.
Με την καταστροφή του 1922 ήρθε στην Αθήνα και εισήλθε στον Οίκο Τυφλών Καλλιθέας επί Ειρήνης Λασκαρίδου, όπου έμαθε το σύστημα Braille, καθώς και οργανική μουσική, πρακτικώς και θεωρητικώς, από το 1924 έως το 1928.
Κατόπιν επεδόθη στην εκμάθηση της βυζαντινής μουσικής. Επειδή όμως δεν υπήρχε στη γραφή των τυφλών βυζαντινή μουσική σημειογραφία, με τη βοήθεια του Θεού και τη φροντίδα του σεβαστού διδασκάλου του και πρωτοψάλτου Σταύρου Σταυρίδη, προσήρμοσε στη γραφή Braille το σύστημα Χρυσάνθου, Γρηγορίου και Χουρμουζίου, και μετέφερε σε αυτό όλα τα κλασικά μουσικά βιβλία της εκκλησιαστικής μουσικής. Τυφλός όντας, ανέπτυξε ιδιαίτερα την αίσθηση της ακοής και χάρη στη μουσική του επιδεκτικότητα κατάφερε να αποκτήσει άρτια μουσική γνώση.
Αργότερα έφυγε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους, όπου υπετάγη στον σεβαστό γέροντα Άνθιμο μοναχό Διονυσιάτη και είχε την ευκαιρία να μελετήσει τους διδασκάλους της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής.
Το έτος 1939 εξήλθε από το Άγιον Όρος με σκοπό να διδάξει το σύστημα γραφής στους τυφλούς. Τη βυζαντινή μουσική δίδαξε σε πολλά -ιδίως γυναικεία- μοναστήρια.
Ο γέρων Δοσίθεος, δια συμφωνητικού εγγράφου, παρεχώρησε στην ιερά μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης όλο το έργο του, δηλαδή μουσικές συνθέσεις (ήδη κυκλοφορούν τέσσαρες τόμοι και ετοιμάζεται ο πέμπτος) και μαγνητοταινίες, διάρκειας 100 ωρών περίπου που ο ίδιος ηχογράφησε όλα τα κλασικά μαθήματα των διδασκάλων.
Εκοιμήθη εν Κυρίω την Παρασκευή των Βαΐων 1991.
Διακρίθηκε για την καλλιφωνία και την άριστη ερμηνεία κλασικών μαθημάτων, ιδιαιτέρως δε μαθημάτων του Ιακώβου Πρωτοψάλτου και χαρακτηριστική είναι η μνημειακή δηλωσή του: «Θα πεθάνω και δεν θα χορτάσω τον Ιάκωβο». Επίσης σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην μελοποιία και την διδασκαλία. Αδιάψευστος μάρτυρας του έργου του, το πλήθος του ηχητικού και γραπτού υλικού που άφησε.
(Από το συνοδευτικό φυλλάδιο του ψηφιακού δίσκου: Οκτώηχος Κυψέλη, Α´ και Β´ ήχοι. Παραγωγή: Ιερά Μονή Αγίου Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλή Αττικής, 2001)
Με την καταστροφή του 1922 ήρθε στην Αθήνα και εισήλθε στον Οίκο Τυφλών Καλλιθέας επί Ειρήνης Λασκαρίδου, όπου έμαθε το σύστημα Braille, καθώς και οργανική μουσική, πρακτικώς και θεωρητικώς, από το 1924 έως το 1928.
Κατόπιν επεδόθη στην εκμάθηση της βυζαντινής μουσικής. Επειδή όμως δεν υπήρχε στη γραφή των τυφλών βυζαντινή μουσική σημειογραφία, με τη βοήθεια του Θεού και τη φροντίδα του σεβαστού διδασκάλου του και πρωτοψάλτου Σταύρου Σταυρίδη, προσήρμοσε στη γραφή Braille το σύστημα Χρυσάνθου, Γρηγορίου και Χουρμουζίου, και μετέφερε σε αυτό όλα τα κλασικά μουσικά βιβλία της εκκλησιαστικής μουσικής. Τυφλός όντας, ανέπτυξε ιδιαίτερα την αίσθηση της ακοής και χάρη στη μουσική του επιδεκτικότητα κατάφερε να αποκτήσει άρτια μουσική γνώση.
Αργότερα έφυγε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους, όπου υπετάγη στον σεβαστό γέροντα Άνθιμο μοναχό Διονυσιάτη και είχε την ευκαιρία να μελετήσει τους διδασκάλους της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής.
Το έτος 1939 εξήλθε από το Άγιον Όρος με σκοπό να διδάξει το σύστημα γραφής στους τυφλούς. Τη βυζαντινή μουσική δίδαξε σε πολλά -ιδίως γυναικεία- μοναστήρια.
Ο γέρων Δοσίθεος, δια συμφωνητικού εγγράφου, παρεχώρησε στην ιερά μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης όλο το έργο του, δηλαδή μουσικές συνθέσεις (ήδη κυκλοφορούν τέσσαρες τόμοι και ετοιμάζεται ο πέμπτος) και μαγνητοταινίες, διάρκειας 100 ωρών περίπου που ο ίδιος ηχογράφησε όλα τα κλασικά μαθήματα των διδασκάλων.
Εκοιμήθη εν Κυρίω την Παρασκευή των Βαΐων 1991.
Διακρίθηκε για την καλλιφωνία και την άριστη ερμηνεία κλασικών μαθημάτων, ιδιαιτέρως δε μαθημάτων του Ιακώβου Πρωτοψάλτου και χαρακτηριστική είναι η μνημειακή δηλωσή του: «Θα πεθάνω και δεν θα χορτάσω τον Ιάκωβο». Επίσης σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην μελοποιία και την διδασκαλία. Αδιάψευστος μάρτυρας του έργου του, το πλήθος του ηχητικού και γραπτού υλικού που άφησε.
(Από το συνοδευτικό φυλλάδιο του ψηφιακού δίσκου: Οκτώηχος Κυψέλη, Α´ και Β´ ήχοι. Παραγωγή: Ιερά Μονή Αγίου Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλή Αττικής, 2001)